-
1 προτιμάω
Aπροτιμεόντοις Supp.Epigr.3.416.6
(Elatea, ii B.C.)), honour one before or above another, prefer one to another, τὴν σωτηρίαν τοῦ κέρδους, δίκην πλούτου, Antipho 2.2.5, Pl.Lg. 913b, etc.; alsoπ. ὑὸν ἀντὶ τῶν χρημάτων Id.Ly. 219d
;πρὸ ἀρετῆς κάλλος Id.Lg. 727d
; πλέον αὑτῶν ib. 777d; βραχυλογίαν μᾶλλον ἢ μῆκος ib. 887b.2 c. acc. only, prefer in honour or esteem, ταῦτα ἐγὼ π. Heraclit. l.c.;οὐ π. τι A.Eu. 739
, etc., cf. Ag. 1415; τὴν αὐτονομίαν οὐ π. v.l. in Th.8.64;π. τὴν ἀλήθειαν Arist.EN 1096a16
;π. τὸν ἄνδρα ἀξίως τῆς ἡμετέρας κρίσεως OGI244.34
(Daphne, ii B.C.):—[voice] Pass., to be so preferred, Th. 6.9, Lys.6.50, OGI 754 ([place name] Cilicia), etc.;μᾶλλον προτετίμηται τὸ κάλλος παρ' ἐκείνοις ἢ παρ' ἡμῖν Isoc.10.60
;προτιμηθῆναι μάλιστα τῶν Ἑλλήνων X.An.1.6.5
; προτιμᾶσθαι ἀποθανεῖν to be selected as a victim to be put to death, Th.1.133; προτιμᾶσθαι ἐς τὰ κοινά to be preferred to public honours, Id.2.37:—[voice] Med.,τὸν δ' οὐδ' ἂν ἡμιμναίου προτιμησαίμην X.Mem.2.5.3
: [tense] fut. [voice] Med. in pass. sense, Id.An.1.4.14.3 c. inf. folld. by ἤ.. , wish rather, prefer, : c. inf. only, π. πολλοῦ ἐμοὶ ξεῖνος γενέσθαι valuing at a great price the privilege of becoming my friend, Id.3.21: c. acc. et inf., τὸν ἂν ἐγὼ πᾶσι τυράννοισι προετίμησα μεγάλων χρημάτων ἐς λόγους ἐλθεῖν the man for whom I should have wished, though it might cost me much money, the opportunity to address all princes, Id.1.86.II take heed of, reck of, with neg.,μὴ προτιμήσῃς ὑλαγμάτων A.Ag. 1672
(troch.); ;οὐδὲν προτιμῶ σου Ar.Pl. 883
, cf. D.7.16: c. part.,χὠπότερον ἂν νῷν ἴδῃς.. -ήσαντά τι τυπτόμενον Ar.Ra. 638
, cf. 655: c. inf., care to do or be,ζῆν.. κακῶς κλύουσαν οὐκ ἀνασχετὸν ἥτις π. μὴ κακὴ πεφυκέναι S.Tr. 722
;οὐδὲν π. μηχανήσασθαι τέκνοις E.Med. 343
: withὅπως, εἰρήνη δ' ὅπως ἔσται προτιμῶσ' οὐδέν Ar.Ach. 27
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προτιμάω
См. также в других словарях:
προτιμώ — προτιμῶ, άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. προτιμέω Α [τιμῶ] τιμώ κάποιον ή κάτι περισσότερο ή τού αποδίδω μεγαλύτερη σημασία, προκρίνω (α. «προτίμησε τον θάνατο από την ατιμία» β. «οὐκ ἐμαίνοντο τὴν σωτηρίαν τοῡ κέρδους προτιμῶντες», Αντιφ.) νεοελλ. 1. μού… … Dictionary of Greek